- κορταδερία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cortaderia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυνέριο — (gynerium).Κοινή ονομασία φυτών με την οποία είναι γνωστά τα είδη των γενών γ. και κορταδερία. Είναι φυτά πολυετή, καλαμοειδή της οικογένειας των αγρωστωδών. Στο γένος κορταδερία ανήκουν έξι είδη, από τα οποία κυριότερο είναι η κορταδερία η… … Dictionary of Greek
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek